Υπήρχε μια εποχή, είκοσι και κάτι χρόνια πριν, που «τραγουδώντας» τα κάλαντα στα οικοδομικά τετράγωνα της γειτονιάς μου, μάζευα χρήματα με τα οποία πρόσφερα δώρα στον εαυτό μου , μα και σε μερικά αγαπημένα μου πρόσωπα (πράξη που πλέον μοιάζει τόσο μακρινή, σαν να την έκανε κάποιος άλλος). Θυμάμαι να πηγαίνω πόρτα πόρτα – αρκετές, μάλιστα, παραμένουν ίδιες, τα ίδια σπίτια, οι ίδιες αυλές, απλώς εγώ μεγάλωσα, άλλαξα. Κουδουνούσα λοιπόν τις πόρτες των σπιτιών, αδιαφορώντας για το αν κοιμάται ο κόσμος ή έχει τα προβλήματά του, προσφέροντάς τους την ασυναγώνιστη εμπειρία ενός μπόμπιρα που γκαρίζει, χτυπώντας δύο σίδερα μεταξύ τους. Διόλου καλός τρόπος να ξεκινά κανείς τη μέρα του, αν και υπήρχαν εξαιρέσεις, καθώς μερικοί άνθρωποι με υποδέχονταν με χαμόγελο και περίμεναν να ολοκληρώσω το παράφωνο τραγούδι μου. Φορούσα κι ένα από εκείνα τα τσαντάκια μέσης – τις λεγόμενες μπανάνες – και έχωνα εκεί μέσα με μανία τα λεφτά, σαν να πρόκειται για πολύτιμο θησαυρό. Γιατί όμως τέτοιο πείσμα; ...