Skip to main content

Skinamarink by Kyle Edward Ball

 


Όταν σπούδαζα σκηνοθεσία, κάποιες φορές στα διαλείμματα είχα πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις γύρω από τον κινηματογράφο, με συμμαθητές μου ή με μαθητές άλλων τμημάτων. Μοιραζόμασταν ιδέες και αναλύαμε σκηνές ή αφηγηματικές προσεγγίσεις σε έργα που μας άρεσαν ή όχι. Δυστυχώς, τέτοιες κουβέντες δεν ήταν συχνές, μια συγκεκριμένη φορά όμως προέκυψε κάτι που θα το θυμάμαι για πάντα.

Ήταν ένα σχετικά ζεστό, ανοιξιάτικο απόγευμα, κι ενώ έπινα τον καφέ μου, προσπαθώντας να βρω μια λύση για ένα πρόβλημα που αντιμετώπιζα στα γυρίσματα μιας εργασίας μου, ένας συμφοιτητής έκατσε στην απέναντι καρέκλα και με ρώτησε αν ήξερα να του προτείνω κάποιο τρομακτικό θρίλερ. Η πρώτη ερώτηση που του έκανα ήταν αν τον ενδιέφερε να υπάρχει το μεταφυσικό στοιχείο στη ταινία. Μου είπε ότι δεν το προτιμούσε, αλλά θα του έδινε μια ευκαιρία γιατί εμπιστευόταν το γούστο μου. Δέχτηκα το κομπλιμέντο (παρότι δεν το έδειξα) και του ανέφερα κάποια έργα. Εκεί λοιπόν που τα λέγαμε, μου ήρθε από το πουθενά μια απίθανη ιδέα, που ύστερα από αρκετά χρόνια την είδα να υλοποιείται στην εξαιρετική δημιουργία του Kyle Edward Ball.

Στο ντεμπούτο του (πρώτη μεγάλου μήκους), ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος μάς τοποθετεί σ’ ένα σπίτι κατά τη διάρκειας μιας νύχτας, όπου δύο μικρά παιδιά ξυπνάνε και ψάχνουν τον πατέρα τους, ο οποίος απ’ ό,τι φαίνεται έχει εξαφανιστεί. Η αναζήτηση ξεκινά και τελειώνει στο ημίφως, σ’ ένα χώρο που περισσότερο μοιάζει με λαβύρινθο σε εφιάλτη, σε μια κατά τα άλλα συνηθισμένη οικία εν έτει 1995. Όλο το έργο, λοιπόν, γυρίστηκε σε low angle, που στην προκειμένη περίπτωση υπονοεί το point of view των παιδιών. Να διευκρινίσω εδώ, πως η ταύτιση των ιδεών (της δικής μου και του Ball), σταματάει στη συγκεκριμένη σκηνοθετική απόφαση, ότι ο θεατής παρακολουθεί τις εξελίξεις μέσα από τα μάτια ενός ανήλικου ανθρώπου. Από εκεί και έπειτα, αυτό που αντίκριζα κάθε δευτερόλεπτο, κάθε κόκκος ή αλλοίωση της εικόνας, ήταν για μένα μια στιγμή απίστευτου ενθουσιασμού για διάφορους λόγους.

Το Skinamarink είναι μια θαρραλέα ταινία, που ευτυχώς για όλους μας βρήκε το δρόμο της προς τις αίθουσες κι ύστερα ακολούθησε τη streaming διαδρομή στο Shudder. Τη χαρακτηρίζω θαρραλέα, διότι ανατρέπει πολλά από τα γνωστά και συνηθισμένα χαρακτηριστικά του είδους αλλά και γενικότερα της οπτικοακουστικής αφήγησης. Ένα απλό παράδειγμα, η απουσία των κοντινών πλάνων. Δε βλέπουμε ποτέ τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, αντ’ αυτού θα φανούν τα πόδια τους, οι σκιές τους, το πίσω μέρος του κεφαλιού ή η πλάτη. Οι χώροι του σπιτιού αποτυπώνονται είτε υποφωτισμένοι, είτε υπερφωτισμένοι, με αποτέλεσμα να δημιουργείται θόρυβος τον οποίο και αξιοποιεί ο σκηνοθέτης ως χρωματική παλέτα, βουτώντας το πινέλο του. Η υφή της εικόνας, η ποιότητά της, είναι κάτι μεταξύ mini dv και βιντεοκασέτας και ο επίτηδες παραμορφωμένος ήχος προσδίδει στο σύνολο κάτι απόκοσμο, κάτι απροσδιόριστα απειλητικό, το χειρότερο είδος απειλής με άλλα λόγια.

Ακούμε τα δύο παιδιά να συνομιλούν, να αναρωτιούνται τι συνέβη και βρίσκονται μόνα τους στο σπίτι αυτή την περασμένη ώρα. Μαζί τους αγωνιούμε κι εμείς – μπορώ να μιλήσω με σιγουριά για τον εαυτό μου, που με έπιανα να σφίγγω ασυναίσθητα το χειριστήριο της τηλεόρασης. Όχι όμως γιατί φοβόμουν μην πεταχτεί κάτι μέσα από το σκοτάδι, μα γιατί πραγματικά νοιαζόμουν για τα δύο παιδιά. Σα να είχα βιώσει κι εγώ κάτι παρεμφερές στην ηλικία τους (ευτυχώς όχι!). Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός, να ξυπνάω αργά μετά τα μεσάνυχτα για να πιώ νερό και μόνο αφού σιγουρευόμουν πως κάποιος ήταν μαζί μου στο σπίτι, έπεφτα ήρεμος για ύπνο. Ούτε να φανταστώ δε θέλω τι μπορεί να ένιωθα αν αντιλαμβανόμουν ότι δεν ήταν κανείς και ότι έπρεπε ν’ αντιμετωπίσω αυτή τη κατάσταση μόνος. Σίγουρα θα άνοιγα όλα τα φώτα και θα κρυβόμουν σε κάποια ντουλάπα, περιμένοντας να ακούσω κάποιο θόρυβο. Εκείνες τις ώρες, λόγω ησυχίας, το παραμικρό τρίξιμο αντηχεί σαν ξεφύσημα ή γρύλισμα κάποιου πεινασμένου τέρατος.

Έπειτα από μια σύντομη αναζήτηση στο διαδίκτυο ανακάλυψα πως το Skinamarink αγαπήθηκε από την κοινότητα και συζητήθηκε αρκετά. Μακάρι να δίνονται στο μέλλον περισσότερες ευκαιρίες σε τέτοιες δημιουργίες γιατί τις έχουμε πραγματικά μεγάλη ανάγκη. Διότι το σινεμά δε γίνεται μόνο με τα πολλά χρήματα.

Και για να κάνω και μια αναφορά σ’ ένα γνωστό κομμάτι των Beatles, αφήνοντας τη τελευταία λέξη για εσάς να τη σημειώσετε:

Cause I don’t care too much for money
  But money can’t buy me…

  Πιθανές απαντήσεις:

  Love

  Imagination

  Inspiration


As Experienced by Element 

Επιμέλεια του Δήμου Σκορδίλη

Comments