“Yesterday belongs to us, Doctor Jones”
(SPOILERS AHEAD)
Σκέψου να είσαι αρχαιολόγος και να χαϊδεύεις με τα δάχτυλά σου ένα τεράστιο σιδερένιο βέλος από τη μάχη των Συρακουσών. Όχι στο παρόν, μα σε πραγματικό χρόνο, τη στιγμή που όλα συμβαίνουν. Να βλέπεις, δηλαδή, τη μάχη με τα ίδια σου τα μάτια! Τις αρπάγες, τους καταπέλτες που σου επιτίθενται και τρυπάνε το αεροπλάνο όπου βρίσκεσαι αιχμάλωτος. Το αεροπλάνο όπου διοικείται από έναν αρχαιολόγο Ναζί, ο οποίος μαζί με τους μισθοφόρους του χρησιμοποίησαν τον μηχανισμό των Αντικυθήρων, θέλοντας να ταξιδέψουν πίσω στο χρόνο ώστε να διορθώσουν τα λάθη του Χίτλερ. Και μιας και βρέθηκαν από λάθος στην εποχή που προαναφέρθηκε, δεν μπορεί να τους σταματήσει παρά μονάχα ο αιχμάλωτός τους. Εκείνος που χαϊδεύει το βέλος που τους χτύπησε: ο Indiana Jones.
Η 5η κατά σειρά ταινία του θρυλικού ήρωα ο οποίος αγαπήθηκε όσο λίγοι, μοιάζει να έρχεται από ένα παρελθόν γεμάτο με κίνδυνο, αδρεναλίνη, χιούμορ και συγκίνηση, σε μια συναρπαστική περιπέτεια όπου όλα τα στοιχεία που αγαπήσαμε δίνουν το παρόν: κυνηγητά με διάφορα μεταφορικά μέσα (αυτοκίνητα, τρίκυκλα, άλογα, σκάφη), ταξίδια σε πλείστα μέρη του κόσμου (Μανχάταν, Μαρόκο, Αθήνα, Σικελία), αναζήτηση χαμένων θησαυρών, επίλυση γρίφων, και φυσικά, πιστολίδι και μπουνιές. Κι ακόμα παραπέρα, συναντάμε έναν πραγματικά ενδιαφέροντα κακό (Mads Mikkelsen), η παρουσία της Helena (Phoebe Waller-Bridge), στέκεται αβίαστα δίπλα στον πρωταγωνιστή μας, και όλοι οι δευτερεύοντες ρόλοι παρουσιάζουν το ενδιαφέρον τους δίχως κανένα ίχνος επιδερμικότητας, σε μια μυθιστορία όπου οι υπερβολές της είναι επιτέλους αρκετά πιο προσγειωμένες από αυτές της προηγούμενης προσθήκης.
Μα η κίνηση ματ βρίσκεται στο soundtrack. Η επιστροφή της πιθανά σπουδαιότερης μπαγκέτας στην ιστορία του κινηματογράφου, αποτελεί από μόνη της ένα μεγάλο ατού που εξισορροπεί όποια αδυναμία μπορεί να υπάρχει – και ναι, φυσικά υπάρχουν κάποια αρνητικά, αλλά ήταν τόσο διασκεδαστικό το αποτέλεσμα που στην τελική δε σε νοιάζει.
Αυτό όμως που οφείλουμε να αναγνωρίσουμε σε τούτη την ταινία και που τελικά κάνει τη διαφορά, έγκειται στο ότι δεν προσπαθεί στιγμή να σου πουλήσει νοσταλγία. Δε χρειάζεται άλλωστε, καθώς τη βλέπεις στη φιγούρα με το μαστίγιο και το καπέλο, στα ρούχα τα γεμάτα απ’ τη σκόνη των σπουδαίων ανακαλύψεων. Ο ίδιος ο χαρακτήρας αντιπροσωπεύει τον παραπάνω όρο, με όλες τις ρωγμές γήρατος και θλίψης από τη σύγχρονή ζωή που μοιάζει να μην έχει να του δώσει όλα όσα εκείνος αδυνατεί ν’ ανταποδώσει και δύναται μόνο να τα καταφέρνει για το χατίρι της αρχαιολογίας –μοίρα, άλλωστε, των ηρώων να μένουν μόνοι στο τέλος. Κι αποτελεί αλήθεια: τα αντικείμενα και οι θησαυροί δείχνουν να έχουν μεγαλύτερη σημασία ακόμη κι από την ίδια του ζωή, την οποία ως κάθε αθεράπευτος αρχαιολόγος που σέβεται τον εαυτό του αφιέρωσε στην υπηρεσία τους. Πώς λοιπόν να του αρνηθείς έναν θάνατο στις αρχαίες σελίδες της ιστορίας, σ’ ένα παρελθόν ναι μεν όχι δικό του, περισσότερο οικείο όμως δε; Αν οι αρχαιολόγοι ζουν κατά κύριο λόγο με αναμνήσεις που δεν είναι δικές τους, υπάρχει άραγε ιδανικότερο τέλος για κάποιον με το βιογραφικό του Indiana; Κι εδώ μπαίνει το εξής παράδοξο και ειρωνικό δίλημμα: αν θα σκότωνες κάπου τον Indiana Jones, θα επέλεγες το «απογοητευτικό» παρόν ή θα διάλεγες να περάσει τα τελευταία του χρόνια συνομιλώντας με τον Αρχιμήδη, ίσως με τον Ικτίνο και γιατί όχι, να τους βοηθούσε στις δημιουργίες τους;
Μα τούτο δεν είναι καν το νόημα και το κέντρο της συναρπαστικής ιστορίας που απολαύσαμε. Το ερώτημα τίθεται, ναι, μα πρόκειται για μία μόνο από τις λαμπρές στιγμές κι ιδέες όπου συνυπάρχουν στο φιλμ. Ανάμεσα στα κυνηγητά και τις αναμνήσεις, στην περιπέτεια και το δράμα, το χιούμορ και την αυτογνωσία, βρίσκεται ο James Mangold, ένας σκηνοθέτης όπου ξέρει άψογα πώς να ελίσσεται ανάμεσα στα παραπάνω στοιχεία και στέκεται όσο χρειάζεται, μέχρι να πάρει αυτό που θέλει ώστε να υπηρετήσει το ρυθμό της ταινίας.
Και στο τέλος, το καλό θα νικήσει – αν όχι στη ζωή, τουλάχιστον στην τέχνη, γαμώτο. Κι ο Mangold, ως όφειλε, δεν έπεσε στην παγίδα να σκοτώσει τον ηρώα για να μην καπηλευτεί άλλος τη θέση, μα αποφάσισε να του δώσει λίγη ηρεμία και συμφιλίωση στα γεράματά του – κι ας μας κλείνει πονηρά το μάτι πως ο Indy, κρεμάει το καπέλο του μονάχα για να το στεγνώσει. Του αξίζει λίγη απ’ την αγάπη που χάρισε σε όλους εμάς που όποτε τον βλέπουμε, θυμόμαστε να είμαστε πάλι μικρά παιδιά, θυμόμαστε γιατί ξεκινήσαμε εξαρχής, γεμάτοι ενθουσιασμό να πηγαίνουμε σινεμά. Και το Indiana Jones and the Dial of Destiny, είναι ένας από αυτούς τους σωστούς λόγους.
As Experienced/Επιμέλεια του Δήμου Σκορδίλη
Comments
Post a Comment