Ο Abe, ο βασικός ήρωας, μετά το χαμό της συζύγου του, βουτάει στο πηγάδι του αλκοόλ και ζει μέσα του μέρα νύχτα, βυθίζοντας τον εαυτό του μέχρι να χτυπήσει τον πάτο που ως γνωστόν δεν υπάρχει. Μέχρι που αποφασίζει να σταματήσει, έπειτα από ένα συμβάν, όπου και τον ωθεί να πάει για ψάρεμα. Η νέα του δραστηριότητα τον βοηθά. Βρήκε κάτι να κάνει, και του προσφέρει ηρεμία. Στην πορεία αποκτά και παρέα, καθώς μαζί του έρχεται ένας συνάδελφος, ο οποίος επίσης πρόσφατα έχασε τη σύντροφό του, ύστερα από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Κάποτε προστίθεται κι ένα τρίτο άτομο, όπου και θα αναλάβει τα ηνία της αφήγησης για το δεύτερο και μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, ο Howard. Για το τρίτο μέρος δε θα πω κουβέντα.
Σταματώ να σας δίνω λεπτομέρειες, διότι από εδώ και πέρα ο John Langan ανοίγει την καταπακτή, υποδεικνύοντάς σου χαμογελαστά (από εκείνα τα χαμόγελα που δε θέλεις να κοιτάς για πολλή ώρα, καθώς νιώθεις κάτι να περπατάει κάτω απ’ την μπλούζα σου, κάτι με πολλά πόδια και πιθανά πολλά στόματα) πως ήρθε η στιγμή να κατευθυνθείς προς τα εκεί, καλέ μου αναγνώστη. Ναι, εκεί, στο βαθύ σκοτάδι, δίχως φως, δίχως ξεκάθαρη διαδρομή. Χρησιμοποίησε τις υπόλοιπες αισθήσεις σου εκτός από την όραση, για να βρεις προς τα πού πρέπει να πας. Α! Το σημαντικότερο! Θα χρειαστεί να βγάλεις όλα σου τα ρούχα και να πορευτείς γυμνός. Πρόσεχε μη γλιστρήσεις. Επιπλέον, όταν σου μυρίσει κάτι άσχημα, να ξέρεις πως δε θα μυρίσεις κάτι άλλο από εκείνο που θα πιστέψεις αρχικά. Τώρα, θα πει κανείς, γιατί να κάνω κάτι τέτοιο; Γιατί να θέλω να περάσω την καταπακτή; Μα η απάντηση είναι αρκετά απλή. Γιατί δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά. Θέλεις να μάθεις τι συνέβη στο Dutchman’s Creek. Το θέλεις πολύ.
Η θλίψη έρχεται σαν αγκαλιά παγωμένη, ίσως το μοναδικό πράγμα για τον άνθρωπο που τη βιώνει, το οποίο τον κάνει και νιώθει ζωντανός, οπότε γραπώνεται πάνω της και κρατιέται σφιχτά σαν να πρόκειται για την ανάσα της ζωής, την κινητήριο δύναμη της αφήγησης, όπου γύρω της ο τρόμος γεννάται στους ήρωες και κατ’ επέκταση στον αναγνώστη.
Μ’ έναν τρόπο διακριτικό και ντελικάτο, ο συγγραφέας αποδίδει φόρο τιμής σε αγαπημένους του δημιουργούς, όπως τον Herman Melville και συγκεκριμένα το έργο του, Moby-Dick, καθώς και ο δικός του πρωταγωνιστής προσπαθεί επίσης να φτάσει το άφταστο, θέτοντας στόχους αδιανόητα δύσκολους να επιτευχθούν, πράγμα που πράττει και ο Howard, στου οποίου την εξιστόρηση συμβαίνουν σημεία και τέρατα. Και όταν λέω τέρατα, εννοώ Λαβκραφτικά. Τούτο ήταν κάτι που εκτίμησα στο βιβλίο και σίγουρα όταν θα επιστρέψω σ’ αυτό στο μέλλον θα το ευχαριστηθώ διπλά, εφόσον τότε θα ξέρω τι με περιμένει, οπότε θα προσπαθήσω να παραμείνω ψύχραιμος, διαβάζοντάς το.
Κάτι τελευταίο, σχετικά με το πώς χειρίζεται το μεταφυσικό ο Langan. Δεν πηγαίνει προς την τεχνική του H.P. Lovecraft, όπου ο άνθρωπος είναι ασήμαντος και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για ν’ αλλάξει ό,τι πρόκειται να του συμβεί, μα ούτε και κατευθύνεται προς το αμιγώς μη ρεαλιστικό-φανταστικό. Αξιοποιεί όσα χρειάζεται για την ιστορία του, βρίσκοντας την ισορροπία με βασικό γνώμονα τον άνθρωπο. Υπάρχουν σημεία στο Fisherman, που δεν πίστευα αυτά που διάβαζα. Εφιαλτικές σκηνές, μυθικές, επικές απεικονίσεις, αποτυπωμένες στο χαρτί με τρόπο άμεσο και λιτό. Δεν υπάρχουν εκτενείς περιγραφές που δίνουν έμφαση στην εικόνα του απόκοσμου, όμως με τις κατάλληλες λέξεις και προτάσεις, σκιαγραφείται ο ψυχικός κόσμος των ανθρώπων, πράγμα που εντέλει καθιστά το έργο ένα από τα πιο τρομαχτικά και ευφάνταστα του είδους.
As Experienced by Element
Επιμέλεια του Δήμου Σκορδίλη
Comments
Post a Comment