Man vs. Bee
(Ή αλλιώς, μαθήματα για το πώς στήνεται ένα αριστοτεχνικό αστείο)
[Το άρθρο περιέχει spoilers]
«Η ζωή του αρσενικού μπούμπουρα δεν είναι εύκολη. Κάποια στιγμή, τα θηλυκά της αποικίας διώχνουν τα αρσενικά απ’ την κυψέλη. Διωγμένοι απ’ το σπίτι τους, οι μπούμπουρες δεν έχουν επιλογή, από το να ζήσουν μόνοι. Άστεγοι, χωρίς κυψέλη και φίλους».
Λατρεύω τις απλές ιδέες στην κωμωδία. Φταίει που το σενάριο δίνει περισσότερη ελευθερία στον ηθοποιό –πόσο μάλλον όταν μιλάμε για τον Μέγα Rowan Atkinson– με μια υπόθεση όσο ευκολόπεπτη χρειάζεται ώστε να εστιάσουμε απευθείας στην ουσία. Ο Trevor Bingley, ένας φιλήσυχος, σύγχρονος ανθρωπάκος, φτάνει την πρώτη μέρα της νέας του εργασίας σ’ ένα πανάκριβο σπίτι να το φυλάξει για μία βδομάδα, στη διάρκεια της οποίας οι ζάμπλουτοι ιδιοκτήτες θα λείπουν. Ίσα που προλαβαίνει να τους γνωρίσει, εφόσον εκείνοι φεύγουν βιαστικά, και την ώρα που ο Trevor περνάει το κατώφλι του σπιτιού, μαζί του μπαίνει μία μέλισσα. Η τελευταία, θα μεταμορφωθεί σταδιακά στη νέμεσής του, καθότι είναι μεν μειλίχιος, πάσχει δε από εμμονές με ανούσια πράγματα, γεγονός που τον ώθησε στα αδιέξοδα της ζωής του όσες φορές χρειάστηκε για να καταλήξει ουσιαστικά μόνος του.
Έχουμε λοιπόν το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα ξετυλιχθεί η λιτή, μα πολυδιάστατη σε χιούμορ, ιστορία μας. Σίγουρα, με μια αδιάφορη, γρήγορη ανάγνωση, ο θεατής δε θα δει κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι ο Atkinson δεν έκανε ήδη ως Mr. Bean. Αυτό όμως θέλω να ξεκαθαρίσω εδώ. Το Man vs. Bee, φτάνει κάποια στιγμή σε τέτοιο ψυχολογικό βάθος αντιμετώπισης του Εγώ που σπάνια βλέπεις πια, μόνο και μόνο για ν’ αναδυθεί ο ύμνος στην ανθρώπινη ρηχότητα, και εκεί βρίσκεται το αριστοτεχνικά στημένο αστείο που καλλιεργείται σιωπηλά σε ολόκληρη τη σειρά.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Atkinson σε διασκεδάζει σαν άλλος γελωτοποιός, με τις χορογραφίες του σώματος που ο ίδιος καθιέρωσε, οι κινήσεις του οποίου λειτουργούν με μαθηματική ακρίβεια στις διαρκείς, μικρές μάχες που δίνει με τον αντίπαλό του. Να σημειώσουμε εδώ πως δεν τον αντιμετωπίζει εξαρχής σαν παρανοϊκός, αλλά με μια σχετική ψυχραιμία, παρόλο που οι υλικές ζημιές ξεκινούν αμέσως και παρότι βρίσκει γελοίους τρόπους για ν’ ανταπεξέλθει. Η μανία του για να εξοντώσει τον «μεγάλο» του εχθρό, έρχεται αθόρυβα και μεθοδικά, ακριβώς όπως και η κωμωδία του Rowan. Αρχικά, μάλιστα, του δίνει την ευκαιρία να ζήσει και όταν κάποτε νομίζει πως τον σκότωσε, τον κηδεύει με τιμές αρχαίου πολεμιστή ενώ μοιρολογάει (να μια μεγάλη διαφορά από τον Mr. Bean. Ο Trevor, παρότι εμμονικός, χαρακτηρίζεται από ενσυναίσθηση, ενώ ο Bean ήταν από πάντα κάθαρμα)!
Στη διάρκεια των κεφαλαίων, όμως, ο Trevor αποφασίζει πως αν δεν αφανίσει ολοκληρωτικά τον απρόσκλητο επισκέπτη του, δε θα ηρεμήσει. Κι έτσι μαζί με το σπίτι, φθείρεται σιγά σιγά και η καλόκαρδη εικόνα του πρωταγωνιστή μας. Καταστρέφει τα αποκτήματα των ιδιοκτητών, σχεδόν σκοτώνει τον σκύλο από ατύχημα και διαλύει ένα από τα αυτοκίνητα στο γκαράζ. Σ’ αυτή την τελευταία σκηνή, έρχεται η αποκάλυψη, όταν στη διάρκεια της καταδίωξης ανοίγει κατά λάθος την ηλεκτρική πόρτα, επιτρέποντας στη μέλισσα να ξεφύγει μέσα στο φως της μέρας, το οποίο εισέρχεται στο γκαράζ της συνείδησης του Trevor. Εφόσον το πρόβλημά του χάνεται προσωρινά στην αυλή, μένει μόνος με τις συνέπειες των πράξεών του. Κάθεται ηττημένος σε μια γωνιά με το λοστό στο χέρι, δείχνοντας επιτέλους αναστάτωση για την πραγματικότητα που αγνοεί όταν τον κυριεύει η πεισμονή της βίας. Μα ο εχθρός του δεν τον αφήνει ήσυχο. Επιστρέφει και προσγειώνεται στο γόνατό του, δείχνοντας ακόμα μία φορά την ανεξήγητη για τον Trevor επιμονή τού να μη θέλει να φύγει. Μα προτού εκείνος προλάβει να το σκεφτεί, σηκώνει το λοστό για να χτυπήσει φυσικά το πόδι του, έτσι ώστε η ταραχή του να συνεχιστεί μέσω του πόνου που φέρνει το αδύνατο της όποιας νίκης. Καταφεύγει κουτσαίνοντας στο δωμάτιό του και μένει στο κρεβάτι συλλογισμένος. Ο μπούμπουρας δεν αργεί να εμφανιστεί. Κάθεται στο χερούλι της πόρτας και ο Trevor τον κοιτάζει για πρώτη φορά προβληματισμένος. «Τι θέλει από μένα;» μοιάζει να σκέφτεται. Τότε παίρνει το tablet του και βρίσκει στο ίντερνετ το βίντεο στο οποίο αναφέρονται τα λόγια που κοσμούν το motto του άρθρου.
Κι εδώ η πένα των δημιουργών μάς στήνει τη φιλοσοφική παγίδα: Ο Trevor κάποτε είχε το σπίτι του, τη γυναίκα του και την κόρη του. Πλέον είναι χωρισμένος, χωρίς σπίτι και βλέποντας σπάνια το παιδί του. Ξαφνικά, εν ριπή οφθαλμού, βλέπουμε στο φωτισμένο βλέμμα του να διαλύονται τα σύννεφα της αυτοκαταστροφής, τα οποία τον τυφλώνουν απ’ το να δει το προφανές: oι δύο πρωταγωνιστές μας, μοιράζονται την ίδια μοίρα. Δεν πρόκειται για αντίπαλους, μα για ομοιοπαθείς. Ακόμα κι αν η μέλισσα δε γυρεύει παρέα, νιώθεις ξαφνικά πως τουλάχιστον ζητάει κατανόηση. Και για να εισέλθουμε σε πιο θυμοσοφικά μονοπάτια, ίσως ο αφελής μας ήρωας όλο τούτο το διάστημα ν’ αναγνωρίζει στο πρόσωπό της τη ζωή του, πράγμα που σημαίνει πως ο Bingley κυνηγάει να αφανίσει την ύπαρξή του. Μήπως λοιπόν κατ’ επέκταση, νωρίτερα κήδευε τον εαυτό του; Μήπως τελικά, το Man vs. Bee μας λέει πως κάποιες φορές γινόμαστε τόσο εμμονικοί με τα λάθη μας ώστε να χτυπάμε το ίδιο μας το πόδι, κατηγορώντας ύστερα ό,τι μικρό βρεθεί στο διάβα μας; Κι αν ναι, υπάρχει τρόπος διαφυγής από τούτη την τοξική συμπεριφορά;
Αυτά φαίνεται να συνειδητοποιεί και ο Trevor, κι αφού κοιτάξει κάτι ακόμα στο ίντερνετ, παίρνει απόφαση, σηκώνεται και πιάνει αμέσως δουλειά. Πηγαίνει στο αποθηκάκι του κηπουρού και ξεθάβει ένα διαλυμένο σπιτάκι, το καθαρίζει, το συναρμολογεί, το βάφει, το στήνει στην αυλή και του βάζει βαζάκια από μέλι. Βλέπουμε έξαφνα την καλοσύνη να επιστρέφει στην καρδιά του Trevor, μετατοπίζοντας τη δολοφονική του διάθεση σ’ εκείνη της βοήθειας του εντόμου, σε μια προσπάθεια ίσως να σώσει και το Εγώ του μέσω της αναμφισβήτητα καλής του πράξης. Πράξη που δείχνει να την ευχαριστιέται, όπως κι εμείς άλλωστε, καθώς το μίσος πάντοτε υποσκελίζεται από τη συμφιλίωση και τι καλύτερο από το να φτιάξει μια νέα κατοικία στο πλάσμα που μέχρι πρότινος ήθελε ν’ αφανίσει. Συνεχίζει λοιπόν αφοσιωμένος τη δουλειά του, βάζοντας κρυσταλλική ζάχαρη σ’ ένα μικρό κουτί. Κάπως έτσι, ο ανούσιος πόλεμος φαίνεται να έφτασε στο τέλος του, μαθαίνοντάς μας το πολύτιμο μάθημα της ανιδιοτέλειας· μέχρι που ο Bingley βγάζει έναν πελώριο κουβά με ζιζανιοκτόνο και βλέπεις πως τελικά εκείνο που έψαχνε νωρίτερα στο διαδίκτυο, ήταν το πώς μπορεί να κατασκευάσει βόμβα ένας αρχάριος…! Η ενσυναίσθηση πέθανε ασφυκτικά στην αγκαλιά του αυταρχισμού, όσο εμείς κοιμόμασταν…
Η ευφυία αυτού του αστείου, έγκειται στην παραπλάνηση του θεατή μέσω της ταύτισης κι ενός happy end που αν συνέβαινε, κωμωδία δε θα υπήρχε. Αντιθέτως, το γεγονός πως ο Trevor θα επιλέξει τελικά να παραμείνει τυφλός, όχι μόνο επιβεβαιώνοντας τον αδιάλλακτο κανόνα της επιβολής, μα αρνούμενος επιπλέον να γίνει ο ίδιος η εξαίρεση (συχνή ψευδαίσθηση στο σινεμά), δίνει μία από τις πιο καλογραμμένες φάρσες που είδα τελευταία, ειδικά μόλις συλλογιστείς ότι τα θύματα είμαστε εμείς. Πόσο μάλλον αν σκεφτείς την αμφισημία εκείνου του φωτεινού βλέμματος, διότι η πραγματική αποκάλυψη του Trevor καραδοκούσε πίσω από τη δική μας, εφόσον η ενσυναίσθηση και η ταύτιση μαζί του δε συνέβησαν ποτέ, πράγμα που το καταλαβαίνεις όταν το πανούργο του σχέδιο σου χαμογελά ειρωνικά από μακριά, καθώς σε προσπέρασε όσο εσύ πίστευες πως όλα θα πάνε καλά.
Σχέδιο που φυσικά θ’ αποτύχει, φτάνοντας τον πρωταγωνιστή μας σε παρανοϊκό παροξυσμό, μα οι έξυπνες πινελιές δε σταματούν εκεί. Παρότι όμως η σειρά έχει κάποια ακόμα πράγματα να μας πει, ο πυρήνας της γυρνάει γύρω από την ανικανότητα του ισχυρού να επιβληθεί σε πράγματα που αν τα άφηνε στην ησυχία τους, ο κόσμος του δε θα άλλαζε προς το χειρότερο. Ωστόσο, συνήθως ο μέσος άνθρωπος αφήνεται αβοήθητος στην αυτοκτονία του χαρακτήρα του, επειδή αυτό του υπαγορεύει η ευκολία με την οποία η βαρύτητα τον τραβά στην παρακμή, για τον απλούστατο λόγο πως δε θέλει πραγματικά να διορθώσει τίποτα. Και το Man vs. Bee, δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να μας δώσει τη λύση του προβλήματος. Έρχεται απλώς με την πρόθεση να μας υποδείξει την ανίκητη βλακεία που συχνά χαρακτηρίζει ακόμα και τους πιο καλοκάγαθους ανθρώπους. Οι τοξικές συμπεριφορές, άλλωστε, είναι που κρατάνε το ενδιαφέρον στην τέχνη και δη στην κωμωδία, και τούτη εδώ, ακόμα και που δε θέλησε ποτέ να μας δώσει καμία φιλοσοφική κατεύθυνση, μας κλείνει το μάτι με φιλοπαίγμονα διάθεση, ακριβώς επειδή μας έπεισε, έστω για λίγο, να θελήσουμε να μεταφράσουμε τη θυμηδία σε συμφιλίωση.
As Experienced/Επιμέλεια του Δήμου Σκορδίλη
Comments
Post a Comment