Κατά τη διάρκεια της προβολής, έπιανα τον εαυτό μου να μονολογεί, σχολιάζοντας το θάρρος του σκηνοθέτη. Δίνει εκ πρώτης την εντύπωση ότι όλα έγιναν στο άψε σβήσε (κάτι που πιθανά να συνέβη πράγματι), μα κάπως το τελικό αποτέλεσμα δείχνει μελετημένο, συντονισμένο, συνεκτικό από την αρχή μέχρι το τέλος. Πράγμα που σημαίνει ότι οι συντελεστές ήξεραν καλά τη δουλειά τους, και με πολλή όρεξη και την τύχη με το μέρος τους μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους τα όποια απρόοπτα περιστατικά. Το έργο φέρει αρκετούς αυτοσχεδιασμούς και αστάθμητους παράγοντες, που πάνε πακέτο με τα εξωτερικά γυρίσματα. Υπάρχουν κάποια εσωτερικά, βέβαια, μα ως επί το πλείστον βλέπουμε ως τοποθεσίες την άσφαλτο, τους χωματόδρομους, τη θάλασσα και τα βουνά, τις βαθυπράσινες πλαγιές της Κεφαλονιάς, της οποίας το όνομα δεν αναφέρεται ποτέ. Μονάχα αν γνωρίζεις το μέρος μπορείς να καταλάβεις το πού ακριβώς βρίσκονται οι ήρωες και εδώ θέλω να σταθώ για λίγο.
Η μοναξιά της πρωταγωνίστριας, δεν αφήνει χώρο σε οτιδήποτε άλλο πέρα από το κενό που βιώνει. Κάτι απουσιάζει από τη ζωή της και τη φέρνει στην άβολη, δυσμενή θέση του αποπροσανατολισμού. Νιώθει χαμένη σ’ έναν κόσμο που δεν έχει θέση για κείνη, έναν κόσμο άγνωστο, απόξενο. Κοιτάζει τον εαυτό της και δεν τον αναγνωρίζει. Η ανάγκη της μία, και την αναφέρει αρκετές φορές. Δεν πρόκειται για κάτι που κρύβει. Το ζητάει, αλλά απ’ ότι φαίνεται δύσκολα δίνεται ακόμη και κάτι τόσο απλό. Αν είδατε ήδη τα Μαγνητικά Πεδία, τότε καταλαβαίνετε σε τι αναφέρομαι. Στο δρόμο της λοιπόν συναντά τον Αντώνη, και έπειτα από δική της πρωτοβουλία και διεκδίκηση θα συμπορευτούν. Η ιστορία τους ανήκει στις περιπτώσεις που δύο στοιχεία δεν ταιριάζουν, όμως αν τα βάλεις μαζί μετά δεν μπορείς να τα ξεχωρίσεις. Η σχέση τους θυμίζει την επιλογή που θα αλλάξει τη καθημερινότητά σου, μα φοβάσαι και καθυστερείς να πάρεις την απόφαση. Λες, «πού να πηγαίνω εκεί, πού να αλλάζω αυτό, καλά βολεύομαι εδώ, δε χρειάζεται να πράξω κάτι διαφορετικό». Κι όταν τελικά κάπως ξεκουβαλιέσαι και περνάς στο άλλο σημείο, στο απέναντι, το παραδίπλα, κάπου αλλού από εκεί που ήσουν προηγουμένως, κάθεσαι και σκέφτεσαι ξανά και λες στον εαυτό σου, «μα καλά, γιατί δεν το έκανα τόσο καιρό; Ο Αντώνης, δε βρίσκεται στο νησί από επιλογή. Εκτελεί μια υποχρέωση για κάποιον τρίτο. Η Έλενα, από την άλλη, έφτασε όπου ο δρόμος την οδήγησε. Ανέβηκε στον Ζωρζ και απλώς κατέληξαν εκεί. Το τι ώθησε τον Αντώνη και την Έλενα στον ίδιο προορισμό, παρότι διαφορετικό για τον καθένα, ίσως τελικά να μην έχει και τόση σημασία. Θα μπορούσε να είναι ένα οποιοδήποτε μεσογειακό νησί, με τη βλάστηση, τους περίεργους κατοίκους, τα παραδοσιακά ταβερνάκια, τους στενούς στριφογυριστούς δρόμους, τα εκκλησάκια και αυτή τη γλυκόπικρη αίσθηση, ειδικά μετά τους μήνες του καλοκαιριού, όταν ο χειμώνας σιγά σιγά χαμηλώνει τα σύννεφα, αραιώνει την κίνηση, καπνίζει τις καμινάδες και φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά για να ζεσταθούν.
As Experienced by Element
Επιμέλεια του Δήμου Σκορδίλη
Comments
Post a Comment