Αξίζει, πιστεύω, να σας πω, ότι η αρχική πρόθεση του Gordon Green, ήταν να γυρίσει και τις τρεις ταινίες μαζί, αλλά δεν κατάφερε να βρει χρηματοδότηση για το project, οπότε αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με ένα φιλμ τη φορά και αναλόγως πόσο καλά θα πήγαινε στα ταμεία, θα συνέχιζε. Ευτυχώς το όραμά του πραγματοποιήθηκε και εύχομαι να μη χρειάστηκε ν’ αλλάξει κάτι σημαντικό σε ό,τι είχε φανταστεί εξ’ αρχής, επειδή οι συνθήκες τον έφεραν στο σημείο να προσαρμοστεί. Aν το έκανε, ελπίζω τουλάχιστον το τελικό αποτέλεσμα να μην απέχει από την αρχική του ιδέα. Επίτηδες δεν ασχολήθηκα περαιτέρω, κρατώντας μια απόσταση, καθώς νιώθω για το συγκεκριμένο έργο μια ρομαντική σύνδεση. Είναι από τις πρώτες ταινίες τρόμου που είδα όταν ήμουν μόλις δεκατριών ετών σε βιντεοκασέτα και τότε όλα όσα ήξερες για το σινεμά σου τα μάθαιναν εκείνοι που «ήξεραν» – κριτικοί περιοδικών, ένας θείος, ένας φίλος, ένας μεγαλύτερος σε ηλικία ξάδερφος, ο τύπος πίσω από τον πάγκο στο βίντεο κλαμπ και άλλοι διαβασμένοι. Έτσι λοιπόν διατηρώ για μερικά δημιουργήματα μια σχετική απόσταση, γιατί μου αρέσει να υπάρχει ένα κάπως αδιευκρίνιστο πέπλο γύρω τους.
Στο πρώτο μέρος, λοιπόν, είδαμε την ύστερα από σαράντα χρόνια συνάντηση. Ξαναβλέπουμε τη Laurie, γνωρίζουμε την κόρη και την εγγονή της καθώς και μερικούς ακόμη χαρακτήρες και φυσικά, έχουμε την επιστροφή του Michael. Στην πρώτη αφίσα, εκείνη του 2018, παρατηρούμε σε πρώτο επίπεδο το προφίλ της αυθεντικής πρωταγωνίστριας και στο βάθος, μέσα από το σκοτάδι, σαν να έρχεται προς το μέρος της, τον δαίμονά της, το τραυματικό παρελθόν, που με αργά και βαριά βήματα κοντοζυγώνει στο παρόν, επιβεβαιώνοντας το ένστικτό της. Εκείνη όμως είναι προετοιμασμένη. Πέρασε τη ζωή της φτιάχνοντας ένα σπίτι-οχυρό, παίρνοντας την κατάλληλη εκπαίδευση ώστε να επιβιώσει από το αναπόφευκτο συμβάν και στο τέλος του πρώτου μέρους φαίνεται να τα καταφέρνει. Πολύ έξυπνα και πετυχημένα, ο Green επιλέγει να ονομάσει τη ταινία απλώς Halloween, σαν μια νέα αρχή, μα στην πραγματικότητα πρόκειται για το δεύτερο κεφάλαιο μετά την ταινία του 1978 του John Carpenter, εφόσον περάσαν τόσα χρόνια με κάποιες μη πετυχημένες προσπάθειες επιστροφής του franchise. Κοινώς, νέα αρχή, που θα οδηγήσει επιτέλους στο φινάλε: η ιστορία θα ολοκληρωθεί.
Στη συνέχεια, στο Halloween Kills, ο τίτλος προοικονομεί τα γεγονότα. Εδώ θα πέσουν κορμιά. Θα γίνει μεγάλη σφαγή τη νύχτα με της μάσκες. Και πράγματι, συμβαίνει. Ο Michael αφήνει πίσω του ένα βουνό από καρφωμένα, σπασμένα, κατακρεουργημένα και ξεχειλωμένα πτώματα, που μοιάζουν με την μπάλα που πετάς στο σκύλο σου για να παίξει, και προτού περάσουν μερικές ημέρες, τη βλέπεις απλωμένη σε όλη την αυλή και αναρωτιέσαι πώς τα κατάφερε, αφού υποτίθεται ότι η μπαλίτσα θα άντεχε. Ε, λοιπόν, στα σαγόνια του σκυλάκου το ανθεκτικό μεταφράζεται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο όπως όταν πιάνει κάποιο θύμα στα χέρια του ο Myers, ο οποίος στην αφίσα του 2021, βρίσκεται πλέον μόνος, με τη μάσκα του καμένη από τη φωτιά. Άρα, αυτό που του συνέβη στην πρώτη ταινία δεν ήταν αρκετό (διόλου απροσδόκητο).
Και πριν φτάσουμε στο τελευταίο κεφάλαιο, ας δούμε κάποιες λεπτομέρειες από τις αφίσες. Η χρωματική παλέτα στο πόστερ της πρώτης ταινίας είναι ασπρόμαυρη, με έμφαση στο δεύτερο συνθετικό της λέξης. Στη δεύτερη κυριαρχεί το κόκκινο. Στην τρίτη, τα δύο τελευταία σμίγουν. Το πάνω μέρος ντύνεται μαύρο και το κάτω κόκκινο, με τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές να στέκουν πλάτη πλάτη, με στραμμένα τα βλέμματα ο ένας προς τη μεριά του άλλου. Ο μεν κρατάει μαχαίρι στο δεξί χέρι ενώ η αριστερή παλάμη φαίνεται σχεδόν ανοιχτή. Η Laurie σφίγγει τη δεξιά γροθιά, και το αριστερό της χέρι παραμένει κρυφό. Το πρόσωπό της φωτίζεται από φως, του εχθρού της από ημίφως. Τα πόστερ των ταινιών πάντα κάτι σου λένε, κι εγώ παρατηρούσα το τελευταίο πριν από την προβολή, σε μια προσπάθεια να βγάλω συμπεράσματα καθώς δεν είχα δει το trailer (κάτι που αποφεύγω γενικώς). Μετά το πέρας, βέβαια, όλα μπήκαν στη θέση τους: το Halloween Ends είναι το κλείσιμο της αυλαίας. Ένα φινάλε που το χαρακτηρίζουν αλληγορικές προεκτάσεις, χωρίς όμως να υπονοείται κάποια συνέχεια, κάτι που προσωπικά εκτίμησα πολύ.
Τα τραύματα του παρελθόντος δεν εξαφανίζονται, κι ακόμα κι αν κάτι τέτοιο μοιάζει εφικτό, πρόκειται για ψευδαίσθηση. Όμως μπορεί κανείς να προσπαθήσει ν’ αποδεχτεί, να παλέψει για να βγει νικητής, ώστε να ζήσει όσο γίνεται αποδεσμευμένος. Σ’ ένα σπίτι, αν το παρομοιάσουμε με την ανθρώπινη ψυχή, μπορεί να έρθουν τα πάνω κάτω, να γίνει εκεί μέσα το έλα να δεις, μα υπάρχει τρόπος να το τακτοποιήσεις, να το συμμαζέψεις, αλλά θέλει κόπο, χρειάζεται να αγωνιστείς για αυτό. Εκεί λοιπόν, ανάμεσα στα αντικείμενα-σκέψεις σου, θα υπάρχει και εκείνο το κομμάτι που πλέον δε θα το φοβάσαι και θα περνάει απ’ το χέρι σου για το πού θα το τοποθετήσεις. Το αν θα βρίσκεται σε κοινή θέα ή θα το καταχωνιάσεις σε κάποιο κουτί, ποικίλει από ιδιοσυγκρασία σε ιδιοσυγκρασία.
Υ.Γ. Η προοικονομία και η απεικόνισή της στο τελευταίο μέρος της τριλογίας του Green αποτελεί με διαφορά το πιο τρομαχτικό στοιχείο του έργου.
As Experienced by Element
Επιμέλεια του Δήμου Σκορδίλη
Comments
Post a Comment