Χαρακτηριστικές λέξεις και σύντομες περιγραφές που σκιαγραφούν την ατμόσφαιρα της τριλογίας: μόσχευμα, γυαλί, λάτεξ, κάλυκες, νέον φώτα και υγρασία, βροχή, νύχτα, παραισθησιογόνες ουσίες, οθόνες υπολογιστών, καπνός από τσιγάρα, σκουριά, αλκοόλ, μηχανικά άκρα, ακραίες ανισότητες ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα, διαφθορά, υπόκοσμος, τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται αλλά πού και πού εκείνο που αντικρίζεις είναι ό,τι ακριβώς καταλαβαίνεις, η αίσθηση της συναισθηματικής αποξένωσης είναι κυρίαρχη, αδιέξοδα, κλειστοφοβία, τεχνολογική εξάρτηση, ο κόσμος είναι ένα κράμα σάρκας και μετάλλου.
Από τα τρία βιβλία το Neuromancer ξεχωρίζει με διαφορά όσον αφορά την πρωτοτυπία, δημιουργώντας ένα νέο λογοτεχνικό είδος που έφτιαξε δικιά του σχολή η οποία επηρέασε πιθανά όλες τις τέχνες, ξεπερνώντας κατά αυτό τον τρόπο το ίδιο το μέσο. Με το ντεμπούτο του ο Gibson κέρδισε επάξια όλα τα σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία προσφέροντας στον κόσμο ένα έργο μοναδικό και μια λέξη που άφησε εποχή και ακούγεται μέχρι σήμερα – και πιθανά για πάντα:Cyberpunk.
Προσωπικά ξεχώρισα το Mona Lisa Overdrive γιατί είναι το πιο ανθρώπινο εκ των τριών δεδομένου του ύφους και της προσέγγισης που τέθηκε στα δύο προηγούμενα. Ξεκίνησα και τελείωσα τα βιβλία σε διάστημα περίπου δεκαπέντε ημερών, καθυστερώντας στο τελευταίο επειδή μου άρεσε τόσο πολύ που ήθελα να παρατείνω το ταξίδι. Το καθένα ξεχωριστά παρουσιάζει μια σχετική αυτονομία καθώς ενδοδιηγητικά υπάρχουν μεγάλα χρονικά κενά και οι περισσότεροι από τους χαρακτήρες έχουν αρχή μέση και τέλος καθόλη τη διάρκεια του εκάστοτε μυθιστορήματος. Υπάρχουν φυσικά συνδετικοί κρίκοι μεταξύ τους και ένας αναγνώστης αν θέλει να έχει την ολοκληρωμένη εικόνα οφείλει να τα διαβάσει όλα και με τη σειρά.
Πρώτη φορά ήρθα σε επαφή με το Neuromancer όταν ακόμη ήμουν μαθητής. Θυμάμαι να δυσκολεύομαι αρκετά να καταλάβω τι συνέβαινε στον κόσμο που παρουσίαζε ο συγγραφέας, έναν κόσμο που το μοναδικό μέτρο σύγκρισης που είχα ήταν το Matrix των Wachowskis. Άραγε πώς να ένιωθε ένας αναγνώστης πίσω στο μακρινό 1984 όπου και κυκλοφόρησε το βιβλίο; Πιστεύω ότι θα ήταν ανοίκεια αίσθηση ειδικά συνδυασμένη με τον ιδιαίτερο τρόπο έκφρασης του συγγραφέα. Ανά στιγμές η προσέγγισή του μου θύμιζε τον Thomas Pynchon δημιουργώντας λαβυρίνθους φτιαγμένους από λέξεις και νοήματα, υπονοώντας περισσότερα απ’ όσα φανερώνει. Ακόμη πιο απαιτητικό ήταν το δεύτερο βιβλίο, Count Zero, καθώς εκεί δεν έχουμε έναν ξεκάθαρο πρωταγωνιστή του οποίου την πορεία παρακολουθούμε, αλλά τέσσερις αφηγήσεις. Φτάνοντας όμως στο Mona Lisa Overdrive η γραφή του άλλαξε. Δόθηκε περισσότερη έμφαση στον ψυχισμό των χαρακτήρων, κάτι που είχε ήδη ξεκινήσει από το προηγούμενο βιβλίο αλλά στο συγκεκριμένο άνθισε. Η ιστορία καθαυτή χρειαζόταν μια πιο προσωποκεντρική προσέγγιση προκειμένου να φτάσουμε στο φανταστικό φινάλε.
«Άραγε στα επόμενα βιβλία του πώς να γράφει;» Έχω κάνει αρκετές φορές αυτή την ερώτηση στον εαυτό μου, μα ο μόνος τρόπος να πάρω απάντηση είναι ν’ ανοίξω την επόμενη τριλογία, Virtual Light, Idoru, All Tomorrow’s Parties.
Released: Neuromancer (1984)
Count Zero (1986)
Mona Lisa Overdrive (1988)
As Experienced by Element
Επιμέλεια του Δήμου Σκορδίλη
Comments
Post a Comment