To 2018 είχαμε δύο πανέμορφες ασπρόμαυρες ταινίες με εξαιρετική πορεία. Ο κόσμος τις αγάπησε, τις στήριξε και έφτασαν μέχρι και τα Oscars. Αναφέρομαι στο Roma του Alfonso Cuarón που κέρδισε τα βραβεία καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, καλύτερης φωτογραφίας και σκηνοθεσίας, και φυσικά στο Cold War. Και τα δύο έργα είναι γραμμένα από τους σκηνοθέτες τους, και κατάλαβα παρακολουθώντας τα, ότι αποτελούν πολύ προσωπικές ιστορίες για τους ίδιους. Η πρώτη διαδραματίζεται στο Μεξικό και η δεύτερη στην Πολωνία (με μια ενδιάμεση στάση στο Παρίσι), αλλά και στις δύο περιπτώσεις έχουμε την ηθογραφία και το ψυχογράφημα μιας εποχής μέσα από τα μάτια των ηρώων, τα πάθη, την πορεία τους στη ζωή. Ας επικεντρωθούμε όμως στο Cold War στη Zula (Joanna Kulig) και τον Wiktor (Tomanz Kot).
Έχω αδυναμία στο άσπρο και το μαύρο. Πιθανά συμβαίνει αυτό, γιατί οι πρώτες ταινίες που συνειδητοποιημένα επέλεξα να δω ήταν της δεκαετίας του 50 και του 40. Χωρίς να είμαι απολύτως σίγουρος, νομίζω πως έπραξα έτσι από αντίδραση. Στο σχολείο άκουγα αρκετά συχνά σχόλια όπως: «Δεν μου αρέσουν οι ασπρόμαυρες ταινίες γιατί είναι βαρετές,» ή «Ποιος βλέπει τέτοια έργα; Μα είναι τόσο ξεπερασμένα». Αρκετοί συνομήλικοί μου αλλά και νεότεροι, μέχρι και σήμερα σχολιάζουν κατά αυτόν τον τρόπο την έλλειψη χρωμάτων. Τους δικαιολογώ, μέχρι ενός σημείου, αλλά και πάλι δεν μπορώ να αποδεχτώ μια τέτοια συμπεριφορά. Σίγουρα είναι θέμα γούστου και προσωπικής αισθητικής, αλλά και πάλι κανείς μέχρι σήμερα δεν μου έχει φέρει κάποιο πειστικό επιχείρημα, κάτι που να μου δώσει να καταλάβω γιατί αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα, εκτός από το γεγονός ότι δεν είναι κάτι που έχει συνηθίσει. Ε, και; Τι σημαίνει συνηθίζω κάτι στην τέχνη; Δεν υποτίθεται πως πρέπει, πού και πού να μας προβληματίζει, να μας αναστατώνει, να μας ταρακουνάει, να μας σηκώνει από τις θέσεις μας και να μας κάνει να σκεφτόμαστε τι θα συνέβαινε, αν ενίοτε η ζωή μιμούταν τον κινηματογράφο; Κάπως λοιπόν, αποφάσισα πως πρέπει να κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι επικρατούσε ή τουλάχιστον αντιλαμβανόμουν. Πήγα στο video club της γειτονιάς μου, βρήκα κάποιες κλασσικές (όπως τις χαρακτήριζε το πλαστικό ταμπελάκι) ταινίες και άρχισα να τις δανείζομαι μία μία, μέχρι που τις είδα όλες. Έργα όπως το Casablanca, το Big Sleep, το Citizen Kane, το Rebecca και άλλα πολλά. Έχοντας περάσει αρκετά χρόνια από εκείνη την εποχή, η μοναδική εικόνα–αίσθηση που πλέον μπορώ να ανακαλέσω για τον εαυτό μου είναι ότι είχα μαγευτεί. Η τόσο έντονη διαφορά τους από τη δική μου εποχή, των χρωμάτων, των ψηφιακών εφέ, του γρήγορου μοντάζ, δημιουργούσε μια γοητευτική αντίθεση. Φυσικά δεν μπορούσα να εκλογικεύσω τη συμπεριφορά μου, αλλά θυμάμαι πως με έκαναν να νιώθω διαφορετικός ή μάλλον για να το θέσω καλύτερα, επειδή αισθανόμουν διαφορετικός, χρειαζόμουν κάτι ξεχωριστό, κάτι που να ταίριαζε με την ψυχοσύνθεσή μου. Κάπως έτσι το ασπρόμαυρο βρήκε τη θέση του στην καρδιά μου, και όπως καταλαβαίνετε δεν ήταν μόνο αυτό. Άλλη προσέγγιση στην υποκριτική, μουσική που κυμαίνεται ανάμεσα στη jazz και την κλασσική, πρωτότυπες ορχηστρικές συνθέσεις που και αυτές με τη σειρά τους άνοιξαν νέους δρόμους για εμένα.
Φτάνουμε στο Cold War, το δημιούργημα του Pawlikowski, πέντε χρόνια μετά από το καταπληκτικό Ida, επτά για εμένα που το παρακολούθησα στο τέλος Απριλίου του 2020. Η ταινία είναι το ταξίδι μιας ερωτικής σχέσης· άνοδος, πτώση και επιστροφή. Η πορεία των δύο πρωταγωνιστών περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια, οι διαφορές και οι ομοιότητές τους, η πηγαία ανάγκη τους να βρίσκονται ο ένας δίπλα στον άλλο, τα κοινωνικά δρώμενα που διαμορφώνουν τις ζωές τους. Όλα περικυκλωμένα από μουσική. Η μετάβαση από την καταγραφή της Πολωνικής υπαίθρου και της παράδοσης, στην κλασική φόρμα και από εκεί στη jazz, σε δεύτερο επίπεδο ανάλυσης έρχεται και κουμπώνει με το οδοιπορικό του Wiktor και της Zula. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία σε συνδυασμό με το 4:3 format εστιάζει στον βασικό δραματουργικό άξονα, που είναι ο έρωτας και το πώς τον βιώνουν οι δυο τους. Κάθε πλάνο και κίνηση της κάμερας στοχεύει εκεί και το αποτέλεσμα... δεν ξέρω πώς να σας περάσω με λέξεις πώς ένιωθα μετά το αριστουργηματικό φινάλε. Η μόνη σύγκριση που μπορώ να κάνω, όσον αφορά τον επίλογο του Cold War, είναι το σινεμά του Takeshi Kitano. Θα το γενίκευα και θα σας έλεγα για τον ασιατικό κινηματογράφο, αλλά θα παραμείνω στον αγαπημένο σκηνοθέτη γιατί κατά τη γνώμη μου, αισθητικά ταιριάζει.
Αν δεν έχετε δει την ταινία σας προτείνω να το κάνετε άμεσα. Παρότι δεν είναι έγχρωμη, παρότι είναι γυρισμένη με «παλιομοδίτικο» τρόπο που μπορεί να σας αποτρέψει, ακόμη και αν τα γούστα σας είναι εντελώς διαφορετικά. Έχει μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια το Cold War που πιστεύω μας αφορά όλους. Κάθε πτυχή της τονίζει, ξανά και ξανά τη σημασία του να αγαπάς.
Released:2018
As Experienced by Element
Επιμέλεια του Γιώργου Κουφαλά
Comments
Post a Comment