Πιστεύω ότι ο David Lynch θα μπορούσε να σκηνοθετήσει το California των Mr. Bungle. Αυτός ο περίεργος συνειρμός γεννήθηκε καθώς άκουγα τον δίσκο και το μυαλό μου έπλαθε εικόνες βασισμένες στα τραγούδια. Αντικατόπτριζαν το jazz oriental ήχο, τα θεατραλέ φωνητικά, τη θλίψη των στίχων, και ως σύνολο θα μπορούσαν να ανήκουν στο αλλόκοτο και σκοτεινό σύμπαν του σκηνοθέτη. Μια τόσο μεγάλη γκάμα συναισθημάτων και αντιφατικών συγκινήσεων δε θα αποδιδόταν από κάποιον άλλο.
Με αυτή τη σκέψη και έχοντας ακούσει το album πάρα πολλές φορές, βρήκα μια φωτογραφία του Mike Patton με τον David Lynch, και ένιωσα ότι η προσωπική ευχή εκπληρώθηκε εν μέρει.
Έχοντας ακούσει όλη τη δισκογραφία των Faith No More, ξεκίνησα να ψάχνω τα υπόλοιπα projects του Mike Patton. Μου έκανε τρομερή εντύπωση ο κατάλογος των πραγμάτων που έχει κάνει αυτός ο άνθρωπος. Συνέχισα με τους Mr. Bungle, και οι δύο πρώτοι δίσκοι τους με δυσκόλεψαν πάρα πολύ, και μέχρι σήμερα δεν έχουν αφομοιωθεί πλήρως ως ακούσματά μου. Η μουσική, όπως όλα τα πράγματα, θέλει το χρόνο της, και ίσως ακόμα δεν έχω την απαραίτητη εμπειρία για να τα κατανοήσω. Χωρίς αυτά τα δύο albums, όμως, δε θα υπήρχε το California, το οποίο με κέρδισε με τη μία.
O τίτλος θέτει ένα τόνο γλυκιάς ονειροπόλησης, γιατί όλοι μυηθήκαμε στο καλιφορνέζικο όνειρο μέσω της pop κουλτούρας. Έχουμε δει τον ροζ ουρανό του Los Angeles, τους surfers να κυνηγάνε κύματα στις χρυσές αμμουδιές, και τα διάφορα στάδια των ανθρώπινων σχέσεων υπό το φως και το σκοτάδι των προβολέων του Hollywood. Ακόμα και το εξώφυλλο, με τον κόκκινο ήλιο και το ζευγάρι κάτω από το φοίνικα, βάζει ένα ακόμα στοιχείο στον μύθο της ηλιόλουστης πολιτείας. Ωστόσο, κάτι κρύβεται πίσω από τα όνειρα και το λαμπερό χαμόγελο των διάσημων, και οι Mr. Bungle αντλούν έμπνευση από τις κρυφές πτυχές όσων φαίνονται χρυσά. Στον δίσκο διακρίνω αναφορές στη μοναξιά, στη ρηχότητα της ανθρώπινης φύσης και στην ανάγκη μας να ξεφύγουμε από την πραγματικότητα.
Αυτές οι καραμέλες υπαρξιακού τρόμου και επαγρύπνησης συνοδεύονται από μελωδίες που με παραπέμπουν σε περασμένες δεκαετίες και ανθρώπινες ιστορίες ματαιόδοξου βίου. Χαμογελάμε για την κάμερα ή τον τύπο που κάθεται παραδίπλα με ένα dry martini στο χέρι, καθώς ένα κενό απλώνεται στα νεύρα του σώματος και μας αφήνει μουδιασμένους στις καταστάσεις γύρω μας. Αν προβάλλουμε τη ζωή μας ή πετσοκόψουμε τη σάρκα μας ώστε να πάρει τη μορφή που θέλει το κοινό, ίσως καταφέρουμε να γίνουμε αιώνιοι. Ο David Lynch καταπιάνεται με αυτές τις έννοιες στα έργα του και θολώνει την αντίληψη του θεατή, παρουσιάζοντας πραγματικότητες μέσα από ένα καλειδοσκόπιο, διαστρεβλωμένες αλλά πιστές σε νόμους που μπορεί να μη γίνονται αντιληπτοί με την πρώτη ματιά. Έτσι και τα τραγούδια, σηκώνουν αρκετές ερμηνείες και η καθεμία δεν αναιρεί τις υπόλοιπες, αλλά εμπλουτίζει την εμπειρία σε αυτούς που ξεγυμνώνουν την ψυχή τους. Το Pink Cigarette ίσως έχει μια από τις πιο ευθύς αφηγήσεις, αφού θεωρώ ότι περιγράφει έναν αποχωρισμό. Οι αποχωρισμοί ποτέ δεν αποτελούσαν το φόρτε μου, και πάντα τρομάζω στη σκέψη ότι μπορεί κάτι να λήξει τόσο τετελεσμένα στη ζωή μου όπως στο Pink Cigarette. Στο 3:23 του τραγουδιού, ξεκινάει το τέλος και τα φωνητικά, οι κιθάρες, τα drums, φτάνουν σε μια κορύφωση σαν καμία άλλη· δεν ξέρω αν πρέπει να ουρλιάξω εκείνη τη στιγμή ή να προειδοποιήσω άδικα κάποιον, λες και θα αλλάξει κάτι.
Υπάρχουν χιλιάδες παραλληλισμοί-συμβολισμοί σε κάθε έργο τέχνης και το κοινό, ανάλογα με τους πόθους και τις προσδοκίες του επιλέγει συγκεκριμένους συλλογιστικούς ορίζοντες. Ίσως αυτοί να αποκλίνουν από τις προθέσεις του δημιουργού, εφόσον πραγματικότητες και ανησυχίες διαφέρουν, αλλά όλα προσδίδουν ενδιαφέρον στον διανοητικό διάλογο. Δε νομίζω ότι έχω κατανοήσει πλήρως όλες τις ταινίες που έχω δει, ή έχω αποκρυπτογραφήσει όλα τα βιβλία που έχω διαβάσει. Τα έχω όμως αναλύσει με τον δικό μου γνώμονα, κατασκευάζοντας κόσμους που η λογική μου τέμνει τη λογική των φανταστικών πράξεων της τέχνης. Στην California των Mr. Bungle, ο ήλιος καίει και το σώμα μου ιδρώνει καθώς προσπαθώ να αποκτήσω το μαύρισμα που θα με κάνει να φαίνομαι πιο όμορφη, ώστε να πάρω το ρόλο στο επόμενο casting. Σχεδιάζω την υπόλοιπη μέρα στο κεφάλι μου, αγνοώντας τις σκέψεις αυτό-λύπησης που με κάνουν να αμφισβητώ την αξία μου. Κλείνω τα μάτια μου, βάζω ένα δίσκο να παίζει στο mp3 και φαντάζομαι όλα τα όνειρά μου να γίνονται πραγματικότητα, φλερτάροντας με την άβυσσο που θα πρέπει να περάσω και τα κομμάτια του εαυτού μου που θα βγάλω σε πλειστηριασμό για να τα καταφέρω. Ένα πλαστικό χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπο, μου μια φωνή τραγουδάει μέσα στο κεφάλι μου:
Say cheese, baby
We all love you, but it's a cheap world and you don't exist...
Released: 1999
As Experienced by Rosebud
Επιμέλεια του Γιώργου Κουφαλά
Comments
Post a Comment