To Χωρίς Οικογένεια είναι μια περιπέτεια, μια παντελώς απρόβλεπτη διαδρομή για τον αναγνώστη αλλά και τον πρωταγωνιστή ο οποίος αναλαμβάνει την αφήγηση. Χωρίς να του δοθεί η επιλογή, αναγκάζεται να φύγει από το σπίτι που μεγάλωσε και να ταξιδέψει στις πόλεις της Γαλλίας. Ο Ρεμύ, πουλιέται έναντι ενός ποσού από τον θετό του πατέρα (που μόνο πατέρας δε θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται) και περνάει στα χέρια του Βιτάλη ενός περιπλανώμενου διασκεδαστή, που μαζί με τα τρία του σκυλιά και μια μαϊμού έχουν ένα θίασο. Από εκείνο το σημείο και έπειτα ουσιαστικά ξεκινά η ιστορία αυτού του κλασικού μυθιστορήματος, που από όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1878 δε σταμάτησε να ανατυπώνεται μέχρι σήμερα.
Στην αρχή πήγαινα από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, με αργό ρυθμό, απολαμβάνοντας την ανάγνωση. Ένα τόσο ωραίο, καλογραμμένο έργο θέλω να κρατάει για αρκετό καιρό. Ποιόν πάω να κοροϊδέψω; Κάθε φορά που ένα βιβλίο που μου αρέσει πολύ, τα ίδια λέω και καταλήγω να το ολοκληρώνω το συντομότερο δυνατόν, διότι απλούστατα δεν μπορώ να κρατηθώ.
Εκτός από τον βασικό μας χαρακτήρα, τον Ρεμύ, γνωρίζουμε αρκετούς ακόμα, που αλληλοεπιδρούν μαζί του και ο καθένας δίνει με τον τρόπο του την ώθηση για να συνεχίσει την πορεία του, άλλοτε με θετικό και άλλοτε με αρνητικό τρόπο. Το ποταμόπλοιο, το βράδυ με το χιόνι, τα ορυχεία και πόσες ακόμη σκηνές θα μου μείνουν αλησμόνητες. Αναρωτιέμαι πώς θα ήταν η αντίληψή μου σήμερα, αν διάβαζα τούτο το μυθιστόρημα στην εφηβεία. Σίγουρα θα είχε ξεχωριστή θέση, μαζί με τα αγαπημένα μου.
Το Χωρίς Οικογένεια ακολουθεί μια ιστορία ενηλικίωσης, ένα οδοιπορικό μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, που αναγκάστηκε να μεγαλώσει απότομα. Να περάσει πολλά βράδια δίχως στέγη πάνω απ’ το κεφάλι του, να μάθει να παίζει μουσική, να διαβάζει, να βγάζει τα δικά του χρήματα νωρίτερα από το προβλεπόμενο. Περισσότερο από καθετί άλλο, το αριστούργημα του Μαλό αποτελεί ένα ηθογράφημα που ασκεί την κριτική του σε πολλά κοινωνικοπολιτικά θέματα της εποχής του (που υφίστανται μέχρι τις μέρες μας, δυστυχώς) όπως για παράδειγμα η παιδική εργασία. Όπως ανέφερα και πριν, ο Ρεμύ πουλιέται, γιατί ο πατέρας του θέλει να ξεπληρώσει ένα χρέος.
Μόλις έφτασα στην τελευταία σελίδα και αντίκρισα τι με περίμενε εκεί δεν κατάφερα να συγκρατηθώ. Η συνειδητοποίηση ότι κάποτε η λογοτεχνία βρισκόταν σε περίοπτη θέση στην ψυχαγωγία. Μέσα στις σελίδες των βιβλίων, άνθρωποι έπλαθαν κόσμους με τη φαντασία τους και εκείνοι που τους διάβαζαν δημιουργούσαν τους δικούς τους με τη σειρά τους. Τα βιβλία κάποτε ήταν ο μοναδική σου παρέα, όταν κανείς δεν υπήρχε σιμά, όταν ο χειμωνιάτικος αέρας λυσσομανούσε και έκανε τα δέντρα να λυγίζουν. Εκείνες τις νύχτες, στο ημίφως, κάτω από τη φλόγα του λαμπτήρα, έστω μια παράγραφος ήταν αρκετή για να έρθει ο ύπνος όσο πιο ανώδυνα γίνεται. Μου αρέσει πολύ να διαβάζω μυθιστορήματα περασμένων αιώνων. Είναι μια σημαντική υπενθύμιση για τον κόσμο τότε.
Υ.Γ.: Ένα βιβλίο που σε πάει και εσύ δίχως αντιρρήσεις πηγαίνεις μαζί του.
Κάθε άνθρωπος χρειάζεται ένα τέτοιο σε κάθε εποχή.
Released: 1878
As Experienced by Element
Επιμέλεια του Δήμου Σκορδίλη
Comments
Post a Comment